Αποτελεί κόσμημα των μαρτύρων του 3ου αιώνα μ. Χ. Ο πατέρας της ήταν ένας από τους πιο πλούσιους ειδωλολάτρες της Ηλιουπόλεως και ονομαζόταν Διόσκουρος. Μοναχοκόρη η Βαρβάρα, διακρινόταν για την ομορφιά του σώματός της, την ευφυΐα και σωφροσύνη της. Στη χριστιανική πίστη κατήχησε και είλκυσε τη Βαρβάρα μια ευσεβής χριστιανή γυναίκα.
Τη ζωή της μέσα στο ειδωλολατρικό περιβάλλον η Βαρβάρα περνούσε «εν πάση ευσεβεία και σεμνότητα» (A΄ Τιμ., 2:2). Δηλαδή με κάθε ευσέβεια και σεμνότητα. Όμως, το γεγονός αυτό το μυστικό δεν έμεινε για πολύ καιρό μυστικό. Ο Διόσκουρος έμαθε ότι η κόρη του είναι χριστιανή και εκνευρισμένος διέταξε τον αυστηρό περιορισμό της. Αλλά η Βαρβάρα κατόρθωσε και δραπέτευσε. Ο πατέρας της τότε εξαπέλυσε άγριο κυνηγητό μέσα στις σπηλιές και τα δάση, όπου κρυβόταν η κόρη του. Τελικά, κατόρθωσε και τη συνέλαβε.
Αλλά ο άσπλαχνος και πωρωμένος, ειδωλολάτρης πατέρας παρέδωσε την κόρη του στον ηγεμόνα Μαρκιανό. Αυτός, αφού στην αρχή δεν κατόρθωσε με δελεαστικούς τρόπους να μεταβάλει την πίστη της, διέταξε και τη μαστίγωσαν ανελέητα. Κατόπιν τη φυλάκισε, αλλά μέσα εκεί ο Θεός θεράπευσε τις πληγές της Βαρβάρας και ενίσχυσε το θάρρος της. Τότε ο ηγεμόνας θέλησε να τη διαπομπεύσει δημόσια γυμνή. Αλλά ενώ έβγαζαν τα ρούχα της, άλλα ωραιότερα εμφανίζονταν στο σώμα της.
Ο ηγεμόνας βλέποντας το θαύμα, διέταξε να αποκεφαλιστεί. Χωρίς καθυστέρηση, ο ίδιος ο πατέρας της ανέλαβε και την αποκεφάλισε.
Απολυτίκιο
«Της Τριάδος τήν δόξαν ανακηρύττουσα, εν τω λουτρω τρεις θυρίδας υπεσημήνω σοφως, κοινωνίν πατρικήν λιπουσα πανσεμνέ• οθεν ηγώνισαι λαμπρως, ως παρθένος ευκλεής, Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς. Αλλά μή παύση πρεσβεύειν, ελεηθηναι τάς ψυχάς ήμων»