Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

ΠΡΟΣ ΤΙ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ;

Του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,
Ομ. Καθηγητού Πανεπιστημίου


Με τις τελευταίες δηλώσεις του «urbi et orbi» ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ δεν μας αιφνιδίασε. Διότι δεν είναι η πρώτη φορά, που διακηρύσσει την εκκλησιολογική συνείδηση του Παπισμού. Το ίδιο είχε πράξει και πέρυσι, πριν μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, προσκεκλημένος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και ποιες είναι οι δηλώσεις αυτές που με απόλυτη ο­μοφωνία δημοσίευσε ο ελλαδικός και παγκόσμιος Τύ­πος.

Η Ρώμη διεκδικεί την ταυτότητα της «μοναδι­κής πραγματικής Εκκλησίας του Χρίστου στον κό­σμο», χωρίς να είναι πρόθυμη να απαρνηθεί στο ελά­χιστο την πεποίθηση της αυτή. Αναγνωρίζει μεν, ότι υπάρχουν και εκτός της «Καθολικής Εκκλησίας πολ­λά στοιχεία καθαγιασμού και αλήθειας» (σημ.: Έτσι σώζεται «ως δια πυρός» ο διαχριστιανικός και πανθρησκειακός διάλογος!), αλλά ο Παπισμός είναι η μό­νη αληθινή Εκκλησία του Χριστού. «Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες» (όχι Η Ορθόδοξος Εκκλησία) είναι μεν «εκκλησίες», αλλά πάσχουν από ένα «έλλειμμα», μη αναγνωρίζοντας τον Πάπα ως διάδοχο του (Αποστό­λου) Πέτρου, αρνούμενες δηλαδή, ή μη δεχόμενες ακόμη, το παπικό Πρωτείο, που θεμελιώνεται στην πε­ρί Πέτρου παπική διδασκαλία. Όταν αυτά δεν τα λέ­γει ένας οιοσδήποτε Πάπας, αλλά ο σημερινός, που είναι σπουδαίος ρωμαιοκαθολικός δογματολόγος, το πράγμα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα.
Έχουμε εισέλθει, οι Ορθόδοξοι, σε διάλογο με τον Παπισμό, ο όποιος (διάλογος), μάλιστα ανανεώ­θηκε τελευταία με την συγκατάθεση των Οίκουμενιστών μας, που δέχονται στην πράξη τις δηλώσεις του Πάπα. Άρα προχωρούμε με βάση την φιλοσοφι­κή αρχή της «λήψεως του αιτουμένου», κάτι που ση­μαίνει την εκ μέρους μας «ελλειμματική», πράγματι, συμμετοχή, όσον αφορά στην δική μας αυτοσυνειδη­σία και το εκκλησιαστικό αυτοσυναίσθημά μας. Με μειωμένο αυτοσυναίσθημά και αναγνώριση του «εκκλησιαστικού ελλείμματος» μας αδικούμε και αρνούμεθα την Ορθοδοξία των Αγίων μας, όλων των αιώνων, συνομολογώντας σιωπηρά την κατά τον Πάπαν μη πληρότητα της Εκκλησίας μας. Πό­σο μάλλον, όταν ο Πάπας δεν παραλείπει να προσθέ­σει: «Ο διάλογος δεν μπορεί να είναι μία αφορμή, για να προσαρμόσει ή να μαλακώσει αυτό που πι­στεύει (ό Παπισμός) ότι είναι»! Καμμία διάθεση, δη­λαδή, υποχωρήσεως εκ μέρους του.

Το αστείο εδώ, και τραγικό συνάμα, είναι, ότι οι οικουμενιστές Ποιμενάρχες μας διακηρύσσουν ότι μετέχουμε στους θεολογικούς διάλογους, για να δια­φωτίσουμε και διδάξουμε τους ετεροδόξους! Βέβαια, η Χάρη του Θεού πολλά πράγματα μπορεί να μετα­βάλει, οδηγώντας σε ανατοποθετήσεις και τελικά στην μετάνοια. Δεν είναι όμως αυτό το πρόβλημα, ούτε βοηθούν την ενεργοποίηση της Θείας Χάριτος μέσα μας η δουλική συμμετοχή στον διάλογο και οι χαλαρές «αντιδράσεις», που απλώς επιβεβαιώνουν την πολύ γνωστή στο Βατικανό ηττοπάθεια και αδυναμία μας. Δεν θα ήταν λογικό να λεχθεί, με αξιο­πρέπεια και αγάπη για την Αλήθεια, στον Πάπα, ό­τι, εφ’ όσον γίνονται παρόμοιες δηλώσεις, η συμμε­τοχή μας στον διάλογο είναι μάταιη και συνιστά a priori παραδοχή του παπικού Πρωτείου και τής μοναδικότητας της Λατινικής Εκκλησίας;

Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι ο Πάπας, που, μέσα σε ένα παραλήρημα εξουσιαστικής υπεροψίας, συνεχίζει τις ίδιες παπικές διακηρύξεις και για επί­δειξη δυνάμεως στο εσωτερικό του Παπισμού και για την ανάκτηση του αμφισβητουμένου κύρους της Παποσύνης.
Το πρόβλημα είμαστε εμείς και κυρίως οι βασι­κά υπεύθυνοι, οι Ποιμένες. Στο σημείο αυτό και εις μνημόσυνον του αισθάνομαι την ανάγκη να μνησθώ του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, όταν ρω­τούσε εμάς τους κατ’ επάγγελμα, Θεολόγους των Πα­νεπιστημίων. «Είναι Εκκλησία το Βατικανό;». Όσα αρνητικά θα μπορούσε κάποιος να προσάψει στον τέως Αρχιεπίσκοπο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, ότι την Πίστη δεν την έβλαψε. Ενθυμούμαι, μάλιστα, την σύνεση, που επέδειξε το 1993, μετά την ουνιτική απόφαση τού Balamand, την όποια η Εκκλησία τής Ελλάδος (τότε…) δεν είχε προσυπογράψει.

Ό μακαριστός παπα-Γιάννης Ρωμανίδης έλεγε στα τελευταία χρόνια της ζωής του: «Από τώρα και στο έξης το πρόβλημα θα είναι οι Δεσποτάδες μας. Ποια πίστη έχουν»! Αυτό το ζούμε όλοι μας. Πολλές φορές μου έρχεται στη μνήμη ο λόγος του Αποστό­λου Παύλου στις Πράξεις (20, 28 έ.) για «λύκους βα­ρείς» πού θα διεισδύσουν στο εκκλησιαστικό σώμα, «μη φειδόμενοι του ποιμνίου». Και όλοι οι ερμηνευ­τές, παλαιότεροι και νεότεροι, ταυτίζουν τους «λύ­κους» αυτούς με τους αιρετικούς, και πολύ ορθά. Δεν είναι παρά ψευδοποιμένες, που θα εμφανίζονται με το ένδυμα του ποιμένος, ενώ στην ουσία θα είναι λύ­κοι και μάλιστα «βαρείς», δηλ. τυραννικοί και σκλη­ροί. Βαρύτητα, όμως, ερμηνευτικά έχει η φράση του στ. 30, «και εξ υμών αυτών»! Παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος: «Και το χαλεπώτερον, ότι αυτούς τούτους εξ αυτών αναστήσεσθαι λέγει, ο και σφό­δρα έστι βαρύ, όταν εμφύλιος ο πόλεμος ή». Η ιστο­ρική πραγματικότητα δείχνει, ότι ο Απόστολος δεν μιλούσε μόνο για την εποχή του.

Είναι δυνατόν, λοιπόν, μετά από αυτά, ορθόδο­ξος Επίσκοπος να θέτει το ερώτημα: «Άλλαξε τίπο­τα στην Ορθοδοξία με το που ήλθε ο πάπας;» (Εν­νοούσε την έλευση του στην Ελλάδα το 2001). Αντι­δρώντας τότε, αναγκασθήκαμε νά δηλώσουμε δημό­σια: «Τι άλλο ήθελε ο Πάπας; “Τα πήρε όλα και έ­φυγε”»! Ποια ήσαν αυτά τα «όλα»; Απλούστατα, η υποδοχή και αναγνώριση του ως γνησίου επισκό­που της Εκκλησίας του Χριστού, παρά τα παπικά δόγματα (πρωτείο, αλάθητο και το παπικό κοσμικό κράτος), που αφορούν κάθε δυνατότητα στον Παπι­σμό να εμφανίζεται και να διεκδικεί τον χαρακτηρι­σμό «εκκλησία».

Δεν είναι, δυστυχώς, μόνο η απουσία θεολογικών προϋποθέσεων ή η υπόταξη και το θάψιμο τους σε ­οποιεσδήποτε συμβατικότητες ή ενδοκοσμικές και αν­τιχριστιανικές προσδοκίες, που μας κάνει να διαμαρτυρόμεθα. Είναι κυρίως η τόσο εύκολη απεμπόληση της Πίστεως των Αγίων μας όλων των αιώνων, χω­ρίς την οποία σωτηρία, δυνατότητα θεώσεως, δεν εί­ναι δυνατόν να υπάρξει. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι Ποιμένες ενεργούν με τη συνείδηση και καταστροφι­κή διάθεση των «λύκων» των Πράξεων κατασπαρά­ζοντας πνευματικά οι ίδιοι το ποίμνιο, που ο Κύριος τους ενεπιστεύθη (πρβλ. Ίω. 22, 15-17).

Υπάρχει, όμως, και κάτι πρακτικά χειρότερο. Οι Δυτικοί γνωρίζουν τις αδυναμίες μας και τον τρόπο σκέψεως μας και γι’ αυτό δεν ανησυχούν. Όλα τα βλέπουν δικά τους και προ του διαλόγου, που, όπως γίνεται, δεν είναι παρά επανάληψη ή συνέχεια της ουνιτικής ψευδοσυνόδου της Φλωρεντίας (1439). Επί τέλους, ότι δεν πέτυχε ο Παπισμός στη διάρκεια της δουλείας (λατινοφραγκικής και οθωμανικής) με τις πιέσεις, να επιβάλει δηλαδή την απόφαση της Φλωρεντίας, το επιτυγχάνει σήμερα με την συγκα­τάθεση των ίδιων των Ποιμένων μας! “Ε, τότε, μας ταιριάζει ο χαρακτηρισμός των (πολιτικά) γραικύ­λων από τον μακαρίτη ποιητή μας Κωστή Παλαμά:

Δεν έχεις, ‘Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, Ραγιάδες έχεις, Μάννα Γη, σκυφτούς για το χαράτσι. Κούφιοι και οκνοί, καταφρονάν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,των Ευρωπαίων περιγελά και των αρχαίων παλιάτσοι…

Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό ισχύει για τούς οικουμενιστές Ποιμένες της εποχής μας. «Των παπι­κών περιγελά» καταντούν και των «Πατέρων μας παλιάτσοι». Υπάρχει κάτι χειρότερο και απαισιώτερο από αυτό; Ο Θεός να μας ελεήσει και να μας οδη­γήσει στην μετάνοια, με τούς τρόπους που Αυτός γνωρίζει….

π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημ. «Ορθόδοξος Τύπος» 3.8.2007).
Αναδημοσίευση απο το ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟ ΕΓΚΟΛΠΙΟ